- άλλοτε
- επίρρ. (Α ἄλλοτε) (Ν και άλλοτες Μ και ἀλλότες)(για παρελθόν ή μέλλον, συνήθως επαναλαμβανόμενο) σε άλλο χρόνο, άλλη ώρα, άλλη περίσταση, άλλη φοράαρχ.1. σε συνδυασμό με άλλα επιρρήματα ή με την αντωνυμία ἄλλος«ἄλλως ἄλλοτε», άλλοτε με αυτόν τον τρόπο και άλλοτε με άλλον«πρὸς ἄλλοτ΄ ἄλλον», άλλοτε προς αυτόν και άλλοτε προς εκείνον2. φρ. «ἄλλοτε και ἄλλοτε», από καιρό σε καιρό.[ΕΤΥΜΟΛ. <ἄλλος + ὅτε. Ο τ. άλλοτες σχηματίστηκε με σιγματική παρέκταση (πρβλ. ποτέ-ποτές κ.τ.ό), ο δε καταβιβασμός του τόνου στον τ. ἀλλότες ερμηνεύεται αναλογικά προς τους τ. πότε, τότε, ότε.ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοτεσινός, αλλοτινός].
Dictionary of Greek. 2013.