άλλοτε

άλλοτε
επίρρ. (Α ἄλλοτε) (Ν και άλλοτες Μ και ἀλλότες)
(για παρελθόν ή μέλλον, συνήθως επαναλαμβανόμενο) σε άλλο χρόνο, άλλη ώρα, άλλη περίσταση, άλλη φορά
αρχ.
1. σε συνδυασμό με άλλα επιρρήματα ή με την αντωνυμία ἄλλος
«ἄλλως ἄλλοτε», άλλοτε με αυτόν τον τρόπο και άλλοτε με άλλον
«πρὸς ἄλλοτ΄ ἄλλον», άλλοτε προς αυτόν και άλλοτε προς εκείνον
2. φρ. «ἄλλοτε και ἄλλοτε», από καιρό σε καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. <ἄλλος + ὅτε. Ο τ. άλλοτες σχηματίστηκε με σιγματική παρέκταση (πρβλ. ποτέ-ποτές κ.τ.ό), ο δε καταβιβασμός του τόνου στον τ. ἀλλότες ερμηνεύεται αναλογικά προς τους τ. πότε, τότε, ότε.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοτεσινός, αλλοτινός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἄλλοτε — at another time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλλοτε — επίρρ. χρον. 1. άλλη φορά, άλλη ώρα: Να μη σε βρω άλλοτε εδώ. 2. κατά τις περιστάσεις: Άλλοτε κρύος κι άλλοτε ζεστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρα, ἄλλοτε μήτηρ. — См. Другие дни, другие сны …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, ἄλλοτε μήτηρ. — См. Иному счастье мать, иному мачиха …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αλληλοδανείζομαι — άλλοτε δανείζω σε κάποιον και άλλοτε δανείζομαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + δανείζω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • κἄλλοτε — ἄλλοτε , ἄλλοτε at another time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλλοτ' — ἄλλοτε , ἄλλοτε at another time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αχαρναί και Αχαρνές — (άλλοτε Μενίδι). Πόλη (υψόμ. 180 μ., 75.329 κάτ.) του νομού Αττικής, έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Βρίσκεται Δ της Αθήνας, της οποίας ουσιαστικά αποτελεί προάστιο. Στον χώρο του σημερινού δήμου βρισκόταν ο ομώνυμος… …   Dictionary of Greek

  • ἄλλοσε — ἄλλοτε at another time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”